ὀρομαλίδες

ὀρομαλίδες
ὀρομᾱλίδες, αἱ, (μῆλον B) [dialect] Dor. for Ορομηλίδες, a kind of
A wild apples, Theoc.5.94 (vulg. ὀριμαλίδες).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορομαλίδες — ὀρομαλίδες και ὀριμαλίδες, αἱ (Α) είδος άγριων μήλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορο / ορι (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + μῆλον / μᾶλον + επίθημα ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • ὀρομαλίδες — ὀρομᾱλίδες , ὀρομαλίδες wild apples fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οριμαλίδες — ὀριμαλίδες, αἱ (Α) (δ. γρφ.) βλ. ορομαλίδες …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • ὀρομαλίδας — ὀρομᾱλίδας , ὀρομαλίδες wild apples fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”